υπόμνημα

υπόμνημα
το, -ατος
1. έγγραφο με το οποίο υπενθυμίζεται κάτι, υπομνηστικό σημείωμα.
2. γραπτή έκθεση για καταστάσεις ή γεγονότα, που υποβάλλεται σε κάποια αρχή για να ενεργήσει αυτή όπως πρέπει: Δώσαμε στο νομάρχη το υπόμνημα για τη διάνοιξη του δρόμου.
3. (νομ.), έγγραφο με το οποίο διαπιστώνεται η τέλεση στο παρελθόν ορισμένης πράξης.
4. (διεθνές δίκαιο), διπλωματικό έγγραφο που περιέχει τα επιχειρήματα με τα οποία οι αντιπρόσωποι ενός κράτους προβάλλουν τις διεκδικήσεις του σε διαπραγματεύσεις: Υπόμνημα των ελληνικών θέσεων στη διάσκεψη της Ρώμης.
5. συνήθ. στον πληθ., φιλολογική ερμηνευτική σημείωση, σχόλιο: Υπομνήματα στον Αριστοτέλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑπόμνημα — reminder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόμνημα — το / ὑπόμνημα, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] 1. γραπτό σημείωμα με το οποίο γίνεται υπενθύμιση για κάτι 2. κάθε μέσο με το οποίο υπενθυμίζει κανείς κάτι σε κάποιον 3. γραπτή αίτηση ή αναφορά απευθυνόμενη σε μια αρχή με σκοπό την γνωστοποίηση ή υπενθύμιση… …   Dictionary of Greek

  • ὑπόμνημ' — ὑπόμνημα , ὑπόμνημα reminder neut nom/voc/acc sg ὑπόμνημαι , ὑπομνάομαι court clandestinely pres ind mp 1st sg ὑ̱πόμνημαι , ὑπομνάομαι court clandestinely perf ind mp 1st sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνημάτων — ὑπόμνημα reminder neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήμασι — ὑπόμνημα reminder neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήμασιν — ὑπόμνημα reminder neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήματα — ὑπόμνημα reminder neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήματι — ὑπόμνημα reminder neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήματος — ὑπόμνημα reminder neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομνηματικός — ή, ό / ὑπομνηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπόμνημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ὑπόμνημα ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνημα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ερμηνευτικές σημειώσεις, σε σχόλια κειμένων αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”